χλανίδα

χλανίδα
χλανίς
upper-garment of wool
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χλανίδ' — χλανίδα , χλανίς upper garment of wool fem acc sg χλανίδι , χλανίς upper garment of wool fem dat sg χλανίδε , χλανίς upper garment of wool fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χλανίς — ίδος, ἡ, Α 1. λεπτό και ελαφρύ μάλλινο πανωφόρι για την προφύλαξη από το ψύχος («γέρων δὲ χωρεῑ χλανίδα καὶ κονίποδα ἔχων», Αριστοφ.) 2. χλαμύδα 3. σκέπασμα για τον ύπνο 4. φρ. «χλανίδα φορεῑν» λεγόταν για να χαρακτηρίσει εκτεθηλυσμένο τρόπο ζωής …   Dictionary of Greek

  • μεντιόπον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «χλανίδα» …   Dictionary of Greek

  • χλανιδοφόρος — ον, ΜΑ αυτός που φορεί χλανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • χλανιδωτός — ή, όν, ΜΑ ο περιβεβλημένος με χλανίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλανίς, ίδος «είδος επενδύτη» + κατάλ. ωτός (πρβλ. ὀδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”